- σεβαστοφάντης
- ὁ, θηλ. σεβαστοφάντις, -ιδος, Αιερέας τού Αυγούστου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + -φάντης (< φαίνω), πρβλ. ιερο-φάντης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεβαστοφαντώ — έω, Α [σεβαστοφάντης] είμαι σεβαστοφάντης … Dictionary of Greek
σεβαστοφάντις — ιδος, ἡ, Α βλ. σεβαστοφάντης … Dictionary of Greek
σεβαστοφαντικός — ή, όν, Α [σεβαστοφάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σεβαστοφάντη 2. φρ. «σεβαστοφαντικὰ χρήματα» χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τον σεβαστοφάντη … Dictionary of Greek